- bradysphygmie
- fбрадисфигмия (пониженная частота пульса)
Dictionnaire médical français-russe.
Dictionnaire médical français-russe.
βραδυ- — [ΕΤΥΜΟΛ. < βραδύς. Α΄ συνθετικό αρκετών λέξεων της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής που δηλώνει: 1. Την αργή, βραδεία κίνηση. Πρβλ. βραδυκίνητος, βραδυπλοώ αρχ. βραδυβάμων, βραδύπους, βραδυσκελής νεοελλ. βραδύπλους 2. Αυτό που γίνεται ή … Dictionary of Greek
bradisfigmie — BRADISFIGMÍE s. f. rărire a bătăilor pulsului. (< fr. bradysphygmie) Trimis de raduborza, 15.09.2007. Sursa: MDN … Dicționar Român